- λάσπωμα
- τό1) маранье грязью; 2) перен. неудача, провал, фиаско
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
λάσπωμα — το, ατος άλειμμα ή λέρωμα με λάσπη: Το λάσπωμα των δρόμων δημιούργησε κυκλοφοριακό χάος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λάσπωμα — το [λασπώνω] 1. λέρωμα με λάσπη 2. πολτοποίηση, λαπάδιασμα 3. κατασπίλωση τής υπόληψης κάποιου … Dictionary of Greek